ἐπιχειρηματικούς

ἐπιχειρηματικούς
ἐπιχειρηματικός
tentative
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… …   Dictionary of Greek

  • Λεβέντης, Αναστάσιος — (Κύπρος 1902 – 1978). Κύπριος οικονομολόγος και εθνικός ευεργέτης. Ξεκίνησε τη δράση του στη δυτική Αφρική, ιδρύοντας έναν από τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους της περιοχής. Από το 1966 διετέλεσε επίτιμος πρεσβευτής και μόνιμος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”